- ακεστίδες
- ἀκεστίδες, αἱ (Α)μεγάλα σιδερένια ραβδιά (μπάρες) τών μεταλλουργών (Διοσκορ. 5, 74).[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τής λ. ἀκεστὶς-ίδος, η οποία είναι θηλ. τού ον. ἀκεστής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκεστίδες — bars fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακεστής — ἀκεστὴς, ο (θηλ. ἀκεστρίς*) (AM) 1. γιατρός, θεραπευτής (Λυκόφρων 1052, Ευστάθ. 1254, 2) 2. αυτός που μπαλώνει σκισμένα ρούχα «ἀκεσταὶ ἱματίων ῥαγέντων» (Ξεν. Κυρ. Παιδ. 1, 6, 16). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστίδες] … Dictionary of Greek